20 Νοεμβρίου 2012

02:55

Φωτογραφία για Όλα στην άμμο χτίζονται (Αφιερωμένο στην άλλη Ελλάδα του μνημονίου 3 που ξημερώνει)

Με μια βαλίτσα κι ένα χιλιάρικο στην τσέπη. Έτσι θυμάμαι τη μάνα μου να λέει για το νέο της ξεκίνημα, όταν πριν από περίπου τριάντα χρόνια... αποφάσισε γυρίσει στον τόπο καταγωγής της και να γίνει αγρότισσα. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να ξεχάσω τα εγκαταλελειμμένα χωράφια που νοίκιασε, στα οποία σχεδόν δεν μπορούσες να περπατήσεις από την οργιώδη βλάστηση που θύμιζε ζούγκλα Αμαζονίου. Εκείνη επέμενε ότι από τα κτήματα αυτά θα μπορούσε η οικογένειά μας να βγάλει σύντομα τα προς το ζην. Κι ας γελούσαν όλοι μαζί της ότι παλεύει μάταια να κάνει εύφορες μερικές εκτάσεις που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά βράχια κι αγκάθια.

Κι όμως. Αφότου τα καθάρισε σχεδόν με τα ίδια της τα χέρια, τα άγρια χωράφια γίνανε περιβόλια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και κάθε φρούτο, κάθε καρπός παραγόταν από το ίδιο μέρος, όπου πριν έβρισκες μόνο εγκατάλειψη. Το περιβόλι μας γέμισε με καλούδια όλων των ειδών, ζαρζαβατικά, λαχανικά, σε σημείο που μέχρι και τοπικά super market να έρχονται με τα φορτηγά τους και να φορτώνουνε προϊόντα με σκοπό να τα βάλουν στα ράφια τους. Στα μάτια μου όλο αυτό ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Μια ολοζώντανη απόδειξη της ανταμοιβής που σου δίνει η πίστη, η επιμονή, η αισιοδοξία, η ανάγκη που στύβει την πέτρα και την κάνει φρούτο.
 
Μετά, καταπιάστηκε με τον ελαιώνα. Πάλι με την ίδια λογική της αναγέννησης, πήρε εκτάσεις με αφρόντιστα ελαιόδενδρα, φύτεψε νέα και έκανε ακόμα πιο ζωηρές τις επενδύσεις της. Σταδιακά, μέσα σε λίγα χρόνια, το υπόγειό μας ήταν γεμάτο με τόνους από καθάριο ελαιόλαδο, “άσσο”, όπως λεγόταν η άριστη ποιότητα του λαδιού. Η μάνα μου πουλούσε το ελαιόλαδο, εισέπραττε από τους λαδέμπορους κρατούσε επαρκή ποσότητα για το σπίτι μας και ταυτόχρονα επιδοτούταν για τη δραστηριότητά της ως αγρότισσα. Θυμάμαι υπήρξαν εποχές που η επιδότηση πήγαινε με το κιλό. Κιλό και χιλιάρικο. Μεγάλη ανταπόδοση. Η αγροτιά σήμαινε επιχειρηματικότητα ως ένα βαθμό.

Κατόπιν, αγόρασε πρόβατα, προσπαθώντας να συνδυάσει την ελαιοκαλλιέργεια με την κτηνοτροφία. Παρήγαγε τυρί, γάλα, κρέας. Υπήρξαν χρονιές που με όλα αυτά, το σπίτι μας ήταν γεμάτο από προϊόντα του κήπου μας. Αγορασμένο ήταν μόνο το αναψυκτικό στο τραπέζι, μιας και της άρεσε να ζυμώνει ακόμα και το ψωμί στον χτιστό φούρνο που είχαμε στην αυλή. Ψωμί που διαρκούσε έως και οχτώ ημέρες και που το βουτάγαμε στο λάδι με το που έβγαινε φρεσκοψημένο από το φούρνο με τα ξύλα. Μια φοβερή αίσθηση αυτάρκειας. Και όχι μόνο. Μια άλλη φιλοσοφία ζωής, πολύ πιο οικολογική, παραγωγική, ανταποδοτική.

Τα χρόνια πέρασαν κι η μάνα μου, καθώς κουράστηκε, άρχισε να προγραμματίζει τη συνταξιοδότησή της. Είπε να ξαποστάσει πια και να απολαύσει τους καρπούς που τόσα χρόνια θέριζε. Ήταν σαν όνειρο η σύνταξη. Σχεδόν σε κάθε συνάντησή μας πήγαινε τη συζήτηση στο πότε συμπληρώνει τα τυπικά κριτήρια για να υποβάλει τα χαρτιά της ώστε να συνταξιοδοτηθεί. Μετρούσε τους μήνες αντίστροφα, για να μην πω και τις μέρες. Κάθε μέρα ρωτούσε τον ταχυδρόμο αν είχε κάποια ειδοποίηση. Ήταν λες και περίμενε μια κάποια επιβράβευση για την προσφορά της στη γη, για το ότι πήρε τις ερημιές και τις έκανε οάσεις.
 
Η πολυπόθητη στιγμή έφτασε. Δεν πέρασε ημέρα αφότου έλαβε το ειδοποιητήριο από τον Ο.Γ.Α. Η συγκίνησή της ήταν όπως του φοιτητή λίγο πριν την ώρα της ορκωμοσίας του, λίγο πριν πάρει το πτυχίο στα χέρια του. Η στιγμή που θα υπέβαλε το φάκελο της αιτήσεώς της για συνταξιοδότηση. Το ένιωθε σαν ολοκλήρωση της προσωπικότητάς της, ως προνομιούχο ιδιότητα. Όχι τόσο με την οικονομική σκοπιά αλλά με την αίσθηση της ανταπόδοσης. Το Κράτος έλαβε από εκείνη και εκείνη επρόκειτο να λάβει από το Κράτος. Κατέβαλε όλες τις εισφορές της μέχρι και το τελευταίο ευρώ, πήρε τον αριθμό πρωτοκόλλου και μπήκε στη σειρά της αναμονής.

Οι μήνες πέρασαν και η σύνταξη ακόμα να φανεί. Προχτές, στις ειδήσεις η μάνα μου άκουσε ότι η Κυβέρνηση της Ελλάδος θα περικόψει ακόμα και τις συντάξεις του Ο.Γ.Α. Πιο κάτω, μια γειτόνισσα που παρακολουθεί τις εξελίξεις, τής είπε ότι η απονομή των συντάξεων θα καθυστερήσει ίσως και για δύο ακόμα χρόνια. Τις Κυριακές, όταν τη βλέπω, είναι σαν να έχει χάσει το κέφι της, την υπερηφάνεια για ‘κείνη τη ζωή που την πέρασε στα χωράφια και τις καλλιέργειες. Νιώθει πως τα χρόνια φεύγουν γρήγορα και την πιάνει το παράπονο, λέγοντας ότι θέλει να χαρεί την περίοδο της τρίτης ηλικίας με αξιοπρέπεια. Εξακολουθεί να πηγαίνει στο γραμματοκιβώτιο και να φεύγει με την απογοήτευση ότι αυτό παραμένει αδειανό. Μάνα μη μου στεναχωριέσαι, της λέω.

Πάλι θα στύψουμε την πέτρα. Και θα την κάνουμε φρούτο. Θα δεις.

kakoskeimena.net